μέγαρα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μέγαρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέγαρο



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

μέγαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • λάκκοι στους οποίους έριχναν μικρά γουρουνάκια κατά τα Θεσμοφόρια

  • μάγαρον (άλλη γραφή)

Παράγωγα

  • μεγαρίζω (επισκέπτομαι τα μέγαρα κατά τα Θεσμοφόρια)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μέγαρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέγαρον
  2. (ουδέτερο στον πληθυντικό, συχνά στον Όμηρο) παλάτι, μέγαρο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.