Μεγαρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Μεγαρίζω < Μέγαρ(α) + -ίζω

Ρήμα

Μεγαρίζω

  1. είμαι με το μέρος των Μεγάρων
  2. μιλάω ή συμπεριφέρομαι όπως οι Μεγαρίτες

Κλίση

ενεργητικός ενεστώτας
  οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγὼ Μεγαρίζω Μεγαρίζω Μεγαρίζοιμι
σὺ Μεγαρίζεις Μεγαρίζῃς Μεγαρίζοις Μεγάριζε
οὖτος Μεγαρίζει Μεγαρίζ Μεγαρίζοι Μεγαριζέτω
ἡμεῖς Μεγαρίζομεν Μεγαρίζωμεν Μεγαρίζοιμεν
ὑμεῖς Μεγαρίζετε Μεγαρίζητε Μεγαρίζοιτε Μεγαρίζετε
οὗτοι Μεγαρίζουσῐ(ν) Μεγαρίζωσῐ(ν) Μεγαρίζοιεν Μεγαριζόντων Μεγαριζέτωσαν
2o δυϊκός Μεγαρίζετον Μεγαρίζητον Μεγαρίζοιτον Μεγαρίζετον
3o δυϊκός Μεγαρίζετον Μεγαρίζητον Μεγαριζοίτην Μεγαριζέτων
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο
Μεγαρίζειν Μεγαρίζων Μεγαρίζουσα Μεγαρίζον
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.