Μεγαρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλίση
| ενεργητικός ενεστώτας | ||||
| οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | |
| ἐγὼ | Μεγαρίζω | Μεγαρίζω | Μεγαρίζοιμι | — |
| σὺ | Μεγαρίζεις | Μεγαρίζῃς | Μεγαρίζοις | Μεγάριζε |
| οὖτος | Μεγαρίζει | Μεγαρίζῃ | Μεγαρίζοι | Μεγαριζέτω |
| ἡμεῖς | Μεγαρίζομεν | Μεγαρίζωμεν | Μεγαρίζοιμεν | — |
| ὑμεῖς | Μεγαρίζετε | Μεγαρίζητε | Μεγαρίζοιτε | Μεγαρίζετε |
| οὗτοι | Μεγαρίζουσῐ(ν) | Μεγαρίζωσῐ(ν) | Μεγαρίζοιεν | Μεγαριζόντων Μεγαριζέτωσαν |
| 2o δυϊκός | Μεγαρίζετον | Μεγαρίζητον | Μεγαρίζοιτον | Μεγαρίζετον |
| 3o δυϊκός | Μεγαρίζετον | Μεγαρίζητον | Μεγαριζοίτην | Μεγαριζέτων |
| ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο | ||
| Μεγαρίζειν | Μεγαρίζων | Μεγαρίζουσα | Μεγαρίζον | |
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- Μεγαρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μεγαρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.