μεγαρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεγαρίζω < μέγαρα και μάγαρα

Ρήμα

μεγαρίζω

  1. αποδίδω τιμές σε θεούς χρησιμοποιώντας την τελετή με τα μέγαρα, κατά την οποία σκότωναν γουρουνάκια και τα έρριχναν σε μεγάλους λάκκους ή χάσματα και στη συνέχεια οι γυναίκες αναλάμβαναν να τα ανασύρουν και να τα αναμίξουν σε λίπασμα επειδή πίστευαν ότι το νεκρό ζώο θα πρόσφερε ευφορία και καρποφορία
  2. (μεταγενέστερη έννοια) είμαι ειδωλολάτρης και ρυπαρός ή δεν νηστεύω (ο χριστιανισμός απαξίωσε το μεγάρισμα ως ρυπαρή αλλά παρεμπιπτόντως και ανθυγιεινή συνήθεια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.