μάτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάτιση οι ματίσεις
      γενική της μάτισης* των ματίσεων
    αιτιατική τη μάτιση τις ματίσεις
     κλητική μάτιση ματίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ματίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάτιση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μάτιση θηλυκό

  1. το σημείο στο οποίο έχουν ενωθεί δύο ομοειδή αντικείμενα
    εάν στοκάρεις και τρίψεις καλά τα πηχάκια δεν θα φαίνονται οι ματίσεις
  2. (ιατρική), (μεταφορικά) νευράξονας, άρθρωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.