μάτιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάτιση | οι | ματίσεις |
| γενική | της | μάτισης* | των | ματίσεων |
| αιτιατική | τη | μάτιση | τις | ματίσεις |
| κλητική | μάτιση | ματίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ματίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάτιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μάτιση θηλυκό
- το σημείο στο οποίο έχουν ενωθεί δύο ομοειδή αντικείμενα
- εάν στοκάρεις και τρίψεις καλά τα πηχάκια δεν θα φαίνονται οι ματίσεις
- (ιατρική), (μεταφορικά) νευράξονας, άρθρωση
Μεταφράσεις
μάτιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.