μάξιμουμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μάξιμουμ ουδέτερο άκλιτο
- το πολύ, όχι παραπάνω, το μέγιστο, το ανώτατο όριο, το έπακρο, ο υπερθετικός βαθμός σε οτιδήποτε (χρησιμοποιείται άναρθρο αλλά και έναρθρο το μάξιμουμ και στο μάξιμουμ (σταδιακά αντικαταστάθηκε στις περισσότερες φράσεις με το ελληνικό μέγιστος (μεγίστη τιμή π.χ. στα μαθηματικά) ή τη φράση "το καλύτερο δυνατόν" στις επιδόσεις και με άλλα συνώνυμα αναλόγως της εννοίας)
- μάξιμουμ ιπποδύναμη, μάξιμουμ ταχύτητα, απέδωσε στο μάξιμουμ
- δεν θυμάμαι πόσο έκανε, αλλά θα έδωσα μάξιμουμ 100 ευρώ (το πολύ, όχι παραπάνω από αυτότο ποσό)
- Θα προσληφθούν μάξιμουμ 15 άτομα
Συγγενικά
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.