αναλόγως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναλόγως < (καθαρεύουσα) ἀναλόγως < μεσαιωνική ελληνική ἀναλόγως και ἀνάλογα < αρχαία ελληνική ἀναλόγως
Επίρρημα
αναλόγως
Μεταφράσεις
αναλόγως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.