αναλόγως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναλόγως < (καθαρεύουσα) ἀναλόγως < μεσαιωνική ελληνική ἀναλόγως και ἀνάλογα < αρχαία ελληνική ἀναλόγως

Επίρρημα

αναλόγως

  1. ανάλογα, βλέποντας και κάνοντας
    Δεν μπορώ να δεσμευθώ, θα κινηθώ αναλόγως με το πώς θα πάει το παιδί στις Πανελλήνιες, γιατί αν δεν περάσει Αθήνα....
  2. κατ' αναλογία, με τρόπο ανάλογο προς μεγέθη
    Ο φόρος πρέπει να υπολογίζεται αναλόγως με το πραγματικό εισόδημα καθενός (να είναι ανάλογος προς αυτόν)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.