μάξι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάξι < (λόγιο δάνειο) αγγλική maxi < maxi-skirt[1] (αντίθετο του mini)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.ksi/

Επίθετο

μάξι άκλιτο

  • γυναικείο μακρύ ένδυμα, φόρεμα ή φούστα ή παλτό, που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.