μάνατζμεντ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μάνατζμεντ < (άμεσο δάνειο) αγγλική management < manage + -ment < παλαιοϊταλική maneggiare < mano < ιταλική manus
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.nad͡z.ment/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐νατζ‐μεντ
Ουσιαστικό
μάνατζμεντ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) η οργάνωση, διαχείριση και διοίκηση επιχειρήσεων καθώς και η σχετική επιστήμη ή σπουδές
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάνατζερ
Μεταφράσεις
μάνατζμεντ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.