μάνατζερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μάνατζερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική manager
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.na.d͡zeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐να‐τζερ
Ουσιαστικό
μάνατζερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικονομία) πρόσωπο σε διευθυντική θέση σε μια επιχείρηση
- σύμβουλος (επί οικονομικών κ.ά. ζητημάτων) ενός αθλητή, καλλιτέχνη κ.λπ.
- (κατ’ επέκταση) σύμβουλος, προπονητής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.