μάνατζερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάνατζερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική manager

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.na.d͡zeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάνατζερ

Ουσιαστικό

μάνατζερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (οικονομία) πρόσωπο σε διευθυντική θέση σε μια επιχείρηση
  2. σύμβουλος (επί οικονομικών κ.ά. ζητημάτων) ενός αθλητή, καλλιτέχνη κ.λπ.
  3. (κατ’ επέκταση) σύμβουλος, προπονητής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.