λυριτζής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυριτζής οι λυριτζήδες
      γενική του λυριτζή των λυριτζήδων
    αιτιατική τον λυριτζή τους λυριτζήδες
     κλητική λυριτζή λυριτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λυριτζής < λύρα + -τζής

Ουσιαστικό

λυριτζής αρσενικό

Συνώνυμα

* λυράρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.