λυπησιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λυπησιάρης | οι | λυπησιάρηδες |
| γενική | του | λυπησιάρη | των | λυπησιάρηδων |
| αιτιατική | τον | λυπησιάρη | τους | λυπησιάρηδες |
| κλητική | λυπησιάρη | λυπησιάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λυπησιάρης αρσενικό (θηλυκό: λυπησιάρα, ουδέτερο λυπησιάρικο)
- που λυπάται εύκολα
- που είναι για λύπηση
Σημειώσεις
Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.
Μεταφράσεις
λυπησιάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.