λουτρ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
λουτρ
<
(
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
loutre
<
λατινική
lutra
<
luo
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*luo (
πλένω
)
Ουσιαστικό
λουτρ
ουδέτερο
άκλιτο
γούνα
από
δέρμα
βίδρας
Συγγενικά
λούτρινος
→
δείτε
τη
λέξη
λούζω
Μεταφράσεις
λουτρ
αγγλικά
:
nutria
(en)
,
otter
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.