λουστράρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουστράρισμα τα λουστραρίσματα
      γενική του λουστραρίσματος των λουστραρισμάτων
    αιτιατική το λουστράρισμα τα λουστραρίσματα
     κλητική λουστράρισμα λουστραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λουστράρισμα < λουστράρω + -μα

Ουσιαστικό

λουστράρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.