λοστάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λοστάρι | τα | λοστάρια |
| γενική | του | λοσταριού | των | λοσταριών |
| αιτιατική | το | λοστάρι | τα | λοστάρια |
| κλητική | λοστάρι | λοστάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λοστάρι ουδέτερο
- (εργαλείο) ο λοστός
- (ειδικότερα) το μακρύ, κυλινδρικό, αποσπώμενο τμήμα διάφορων εργαλείων, το οποίο χρησιμοποιείται για να πιάνουμε και να χειριζόμαστε το εργαλείο
- έχετε ξύλινα λοστάρια για αυτό το σκεπάρνι;
Μεταφράσεις
λοστάρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.