λοστάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λοστάρι τα λοστάρια
      γενική του λοσταριού των λοσταριών
    αιτιατική το λοστάρι τα λοστάρια
     κλητική λοστάρι λοστάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λοστάρι < λοστός + -άρι

Ουσιαστικό

λοστάρι ουδέτερο

  1. (εργαλείο) ο λοστός
  2. (ειδικότερα) το μακρύ, κυλινδρικό, αποσπώμενο τμήμα διάφορων εργαλείων, το οποίο χρησιμοποιείται για να πιάνουμε και να χειριζόμαστε το εργαλείο
    έχετε ξύλινα λοστάρια για αυτό το σκεπάρνι;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.