λογόφερμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λογόφερμα | τα | λογοφέρματα |
| γενική | του | λογοφέρματος | των | λογοφερμάτων |
| αιτιατική | το | λογόφερμα | τα | λογοφέρματα |
| κλητική | λογόφερμα | λογοφέρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη λογομαχία
Μεταφράσεις
λογόφερμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.