λογοδόσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λογοδόσιμο τα λογοδοσίματα
      γενική του λογοδοσίματος των λογοδοσιμάτων
    αιτιατική το λογοδόσιμο τα λογοδοσίματα
     κλητική λογοδόσιμο λογοδοσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογοδόσιμο < λογοδίνομαι + -σο

Ουσιαστικό

λογοδόσιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.