λιποτάχτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιποτάχτης οι λιποτάχτες
      γενική του λιποτάχτη των λιποταχτών
    αιτιατική τον λιποτάχτη τους λιποτάχτες
     κλητική λιποτάχτη λιποτάχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιποτάχτης < λιποτάκτης

Ουσιαστικό

λιποτάχτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.