λιοβολιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιοβολιά οι λιοβολιές
      γενική της λιοβολιάς των λιοβολιών
    αιτιατική τη λιοβολιά τις λιοβολιές
     κλητική λιοβολιά λιοβολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιοβολιά < ηλιοβολή + -ιά

Ουσιαστικό

λιοβολιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.