λιλί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιλί τα λιλιά
      γενική του λιλιού των λιλιών
    αιτιατική το λιλί τα λιλιά
     κλητική λιλί λιλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

λιλί ουδέτερο

Δεν θεωρείται χυδαία ονομασία και έχει μια περιπαικτική διάθεση. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και των άλλων 2.

φράσεις

  • Βάλε ρε κάνα βρακί που τριγυρνάς με τα λιλιά όξω!: (σκωπτικό) για ερωτύλο, για άτομο μη εγκρατές σεξουαλικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.