λησταποδοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λησταποδοχή οι λησταποδοχές
      γενική της λησταποδοχής των λησταποδοχών
    αιτιατική τη λησταποδοχή τις λησταποδοχές
     κλητική λησταποδοχή λησταποδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λησταποδοχή < λείπει η ετυμολογία, (μαρτυρείται από το 1871)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /li.sta.po.ðoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λησταποδοχή

Ουσιαστικό

λησταποδοχή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.