λεχρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεχρίτης οι λεχρίτες
      γενική του λεχρίτη των λεχριτών
    αιτιατική τον λεχρίτη τους λεχρίτες
     κλητική λεχρίτη λεχρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεχρίτης < αρχαία ελληνική λέχριος

Ουσιαστικό

λεχρίτης αρσενικό

  1. ο βρομιάρης
  2. ο ανέντιμος, ο τιποτένιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.