λευχειμονῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λευχειμονῶν | ἡ | λευχειμονοῦσᾰ | τὸ | λευχειμονοῦν |
| γενική | τοῦ | λευχειμονοῦντος | τῆς | λευχειμονούσης | τοῦ | λευχειμονοῦντος |
| δοτική | τῷ | λευχειμονοῦντῐ | τῇ | λευχειμονούσῃ | τῷ | λευχειμονοῦντῐ |
| αιτιατική | τὸν | λευχειμονοῦντᾰ | τὴν | λευχειμονοῦσᾰν | τὸ | λευχειμονοῦν |
| κλητική ὦ! | λευχειμονῶν | λευχειμονοῦσᾰ | λευχειμονοῦν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λευχειμονοῦντες | αἱ | λευχειμονοῦσαι | τὰ | λευχειμονοῦντᾰ |
| γενική | τῶν | λευχειμονούντων | τῶν | λευχειμονουσῶν | τῶν | λευχειμονούντων |
| δοτική | τοῖς | λευχειμονοῦσῐ(ν) | ταῖς | λευχειμονούσαις | τοῖς | λευχειμονοῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | λευχειμονοῦντᾰς | τὰς | λευχειμονούσᾱς | τὰ | λευχειμονοῦντᾰ |
| κλητική ὦ! | λευχειμονοῦντες | λευχειμονοῦσαι | λευχειμονοῦντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λευχειμονοῦντε | τὼ | λευχειμονούσᾱ | τὼ | λευχειμονοῦντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | λευχειμονούντοιν | τοῖν | λευχειμονούσαιν | τοῖν | λευχειμονούντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
λευχειμονῶν, -οῦσα, -οῦν
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λευχειμονῶ, συνηρημένου τύπου του λευχειμονέω
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 617c
- πέριξ δι᾽ ἴσου τρεῖς, ἐν θρόνῳ ἑκάστην, θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης, Μοίρας, λευχειμονούσας, στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας, Λάχεσίν τε καὶ Κλωθὼ καὶ Ἄτροπον, ὑμνεῖν πρὸς τὴν τῶν Σειρήνων ἁρμονίαν, Λάχεσιν μὲν τὰ γεγονότα, Κλωθὼ δὲ τὰ ὄντα, Ἄτροπον δὲ τὰ μέλλοντα.
- Γύρω από το αδράχτι και σε ίσες αποστάσεις κάθονταν απάνω σε θρόνο οι τρεις Μοίρες, θυγατέρες της Ανάγκης, η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος, με άσπρα φορέματα μια με στέμματα στο κεφάλι· συνόδευαν με το τραγούδι τους την αρμονία των Σειρήνων ψάλλοντας η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μέλλοντα.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- πέριξ δι᾽ ἴσου τρεῖς, ἐν θρόνῳ ἑκάστην, θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης, Μοίρας, λευχειμονούσας, στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας, Λάχεσίν τε καὶ Κλωθὼ καὶ Ἄτροπον, ὑμνεῖν πρὸς τὴν τῶν Σειρήνων ἁρμονίαν, Λάχεσιν μὲν τὰ γεγονότα, Κλωθὼ δὲ τὰ ὄντα, Ἄτροπον δὲ τὰ μέλλοντα.
- ※ 1ος↓ αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Cherubim, Περί των Χερουβίμ, 95 @scaife.perseus
- καὶ λευχειμονοῦντες μὲν εἰς τὰ ἱερὰ βαδίζειν σπουδάζουσιν ἀκηλιδώτους ἐσθῆτας ἀμπεχόμενοι, διάνοιαν δὲ κεκηλιδωμένην ἄχρι τῶν ἀδύτων εἰσάγοντες οὐκ αἰδοῦνται.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Άρατος, 53.3 @scaife.perseus
- διαφερόντως οἱ Σικυώνιοι μεταβαλόντες εἰς ἑορτὴν τὸ πένθος εὐθὺς ἐκ τοῦ Αἰγίου τὸν νεκρὸν ἐστεφανωμένοι καὶ λευχειμονοῦντες ὑπὸ παιάνων καὶ χορῶν εἰς τὴν πόλιν ἀνῆγον, καὶ τόπον ἐξελόμενοι περίοπτον ὥσπερ οἰκιστὴν καὶ σωτῆρα τῆς πόλεως ἐκήδευσαν.
- ※ 3ος↓ αιώνας ⌘ Διογένης Λαέρτιος, Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 8.1.33 @scaife.perseus
- τιμὰς θεοῖς δεῖν νομίζειν καὶ ἥρωσι μὴ τὰς ἴσας, ἀλλὰ θεοῖς ἀεὶ μετʼ εὐφημίας λευχειμονοῦντας καὶ ἁγνεύοντας, ἥρωσι δʼ ἀπὸ μέσου ἡμέρας.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 617c
Πηγές
- λευχειμονέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.