λεσβόγκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεσβόγκα | οι | λεσβόγκες |
| γενική | της | λεσβόγκας | — | |
| αιτιατική | τη | λεσβόγκα | τις | λεσβόγκες |
| κλητική | λεσβόγκα | λεσβόγκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεσβόγκα < λεσβ(ία) + μεγεθυντικό επίθημα -όγκα
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈzvo.ga/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐σβό‐γκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.