ψιλολογώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ψιλολογώ
<
ψιλο-
+
-λογώ
Ρήμα
ψιλολογώ
ερευνώ
για
ανούσιες
λεπτομέρειες
, που δεν παίζουν βασικό ρόλο
Συνώνυμα
λεπτολογώ
Συγγενικά
ψιλολόγημα
και
ψιλολογία
Μεταφράσεις
ψιλολογώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.