λεμφαδενίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμφαδενίτιδα οι λεμφαδενίτιδες
      γενική της λεμφαδενίτιδας των λεμφαδενίτιδων
    αιτιατική τη λεμφαδενίτιδα τις λεμφαδενίτιδες
     κλητική λεμφαδενίτιδα λεμφαδενίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεμφαδενίτιδα < λεμφαδένας + -ίτιδα

Ουσιαστικό

λεμφαδενίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.