λεμβωδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμβωδία οι λεμβωδίες
      γενική της λεμβωδίας των λεμβωδιών
    αιτιατική τη λεμβωδία τις λεμβωδίες
     κλητική λεμβωδία λεμβωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεμβωδία < (μεταφραστικό δάνειο) βενετική barcarola· μορφολογικά αναλύεται σε λέμβ(ος) + ωδ(ή) + -ία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

λεμβωδία θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 328.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.