λείριον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λείριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λείριον[1] (κρίνος ή νάρκισσος)

Ουσιαστικό

λείριον ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. s.v. λειρί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λείριον τὰ λείρι
      γενική τοῦ λειρίου τῶν λειρίων
      δοτική τῷ λειρί τοῖς λειρίοις
    αιτιατική τὸ λείριον τὰ λείρι
     κλητική ! λείριον λείρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λειρίω
γεν-δοτ τοῖν  λειρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λείριον < πιθανό μεσογειακό δάνειο. Παράλληλο: λατινικά lilium. Συναντάται και σε ανατολικές γλώσσες. [1]
Επίσης κατά τον Beekes,[2] σήμανση προελληνική , μάλλον ανατολικό μεσογειακό δάνειο (όπως και το λατινικό lilium) Aναφέρει ότι επίσης βρίσκεται σε γλώσσες όπως: κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) (κοπτική του Φαγιούμ), άλλη μορφή του ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) < δημώδης αιγυπτιακή (ḥrrj) < αρχαία αιγυπτιακή
D2
D21
D21
X1
M2
(ḥrrt) «λουλούδι, άνθος».

Προφορά

ΔΦΑ : /lěː.ri.on/ προφορά του 5ου αιώνα πκε [3]
ΔΦΑ : /ˈli.ri.on/ ελληνιστική προφορά

Ουσιαστικό

λείριον ουδέτερο

Παράγωγα

  • λείρινος
  • λειριόεις
  • λειριοπολφανεμώνη
  • λείριος
  • λειριόπρυμνος
  • λειριόχροος
  • λειριώδης

Αναφορές

  1. s.v. λειρί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  3. λείριον στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.