λαχανόπωλις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαχανόπωλις αἱ λαχανοπώλιδες
      γενική τῆς λαχανοπώλιδος τῶν λαχανοπωλίδων
      δοτική τῇ λαχανοπώλιδ ταῖς λαχανοπώλισ(ν)
    αιτιατική τὴν λαχανόπωλιν τὰς λαχανοπώλιδᾰς
     κλητική ! λαχανόπωλι λαχανοπώλιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαχανοπώλιδε
γεν-δοτ τοῖν  λαχανοπωλίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαχανόπωλις < λαχανοπώλ(ης) + -ις. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική λαχανό- + -πωλις.

Ουσιαστικό

λαχανόπωλις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.