λαχανάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαχανάς οι λαχανάδες
      γενική του λαχανά των λαχανάδων
    αιτιατική τον λαχανά τους λαχανάδες
     κλητική λαχανά λαχανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαχανάς < λάχαν(ο) (με την έννοια του πορτοφολιού) + -άς

Ουσιαστικό

λαχανάς αρσενικό

  • (αργκό, παρωχημένο) ο πορτοφολάς
      Κάτω στα λεμονάδικα
    έγινε φασαρία
    δυό λαχανάδες πιάσανε
    κι έκαναν την "κυρία"
    Από το τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου "Κάτω στα λεμονάδικα"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.