λατινοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λατινοκρατία | οι | λατινοκρατίες |
| γενική | της | λατινοκρατίας | των | λατινοκρατιών |
| αιτιατική | τη | λατινοκρατία | τις | λατινοκρατίες |
| κλητική | λατινοκρατία | λατινοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λατινοκρατία < λατινο- + -κρατία
Μεταφράσεις
λατινοκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.