λαμπόγυαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαμπόγυαλο | τα | λαμπόγυαλα |
| γενική | του | λαμπόγυαλου | των | λαμπόγυαλων |
| αιτιατική | το | λαμπόγυαλο | τα | λαμπόγυαλα |
| κλητική | λαμπόγυαλο | λαμπόγυαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
- τα κάνω λαμπόγυαλο: τα σπάω, προκαλώ μεγάλες καταστροφές
- όταν ο διαιτητής σφύριξε το πέναλτι, μπήκαν μέσα οι οπαδοί της ομάδας και τα έκαναν λαμπόγυαλο
Μεταφράσεις
λαμπόγυαλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.