λαμπικάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαμπικάρισμα | τα | λαμπικαρίσματα |
| γενική | του | λαμπικαρίσματος | των | λαμπικαρισμάτων |
| αιτιατική | το | λαμπικάρισμα | τα | λαμπικαρίσματα |
| κλητική | λαμπικάρισμα | λαμπικαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /lam.biˈka.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπι‐κά‐ρι‐σμα
Μεταφράσεις
λαμπικάρισμα
|
|
Πηγές
- λαμπικάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λαμπικάρισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.