λαμπάδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαμπάδιασμα | τα | λαμπαδιάσματα |
| γενική | του | λαμπαδιάσματος | των | λαμπαδιασμάτων |
| αιτιατική | το | λαμπάδιασμα | τα | λαμπαδιάσματα |
| κλητική | λαμπάδιασμα | λαμπαδιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαμπάδιασμα < λαμπαδιάζω
Μεταφράσεις
λαμπάδιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.