λαμπαδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαμπαδιάζω < λαμπάδα

Ρήμα

λαμπαδιάζω

  • παίρνω φωτιά και τυλίγομαι στις φλόγες
      Μετά το πέμπτο ποτήρι κρασί, ο θεατρολόγος κατάλαβε ότι το μαγαζί είχε λαμπαδιάσει από μια αόρατη φωτιά. (Χρήστος Βακαλόπουλος Στα νύχια της νεράιδας [διήγημα])
  • καίω με φλόγες

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.