λαμπαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λαμπαδιάζω < λαμπάδα
Ρήμα
λαμπαδιάζω
- παίρνω φωτιά και τυλίγομαι στις φλόγες
- ※ Μετά το πέμπτο ποτήρι κρασί, ο θεατρολόγος κατάλαβε ότι το μαγαζί είχε λαμπαδιάσει από μια αόρατη φωτιά. (Χρήστος Βακαλόπουλος Στα νύχια της νεράιδας [διήγημα])
- καίω με φλόγες
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λαμπαδιάζω | λαμπάδιαζα | θα λαμπαδιάζω | να λαμπαδιάζω | λαμπαδιάζοντας | |
| β' ενικ. | λαμπαδιάζεις | λαμπάδιαζες | θα λαμπαδιάζεις | να λαμπαδιάζεις | λαμπάδιαζε | |
| γ' ενικ. | λαμπαδιάζει | λαμπάδιαζε | θα λαμπαδιάζει | να λαμπαδιάζει | ||
| α' πληθ. | λαμπαδιάζουμε | λαμπαδιάζαμε | θα λαμπαδιάζουμε | να λαμπαδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | λαμπαδιάζετε | λαμπαδιάζατε | θα λαμπαδιάζετε | να λαμπαδιάζετε | λαμπαδιάζετε | |
| γ' πληθ. | λαμπαδιάζουν(ε) | λαμπάδιαζαν λαμπαδιάζαν(ε) |
θα λαμπαδιάζουν(ε) | να λαμπαδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λαμπάδιασα | θα λαμπαδιάσω | να λαμπαδιάσω | λαμπαδιάσει | ||
| β' ενικ. | λαμπάδιασες | θα λαμπαδιάσεις | να λαμπαδιάσεις | λαμπάδιασε | ||
| γ' ενικ. | λαμπάδιασε | θα λαμπαδιάσει | να λαμπαδιάσει | |||
| α' πληθ. | λαμπαδιάσαμε | θα λαμπαδιάσουμε | να λαμπαδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | λαμπαδιάσατε | θα λαμπαδιάσετε | να λαμπαδιάσετε | λαμπαδιάστε | ||
| γ' πληθ. | λαμπάδιασαν λαμπαδιάσαν(ε) |
θα λαμπαδιάσουν(ε) | να λαμπαδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λαμπαδιάσει | είχα λαμπαδιάσει | θα έχω λαμπαδιάσει | να έχω λαμπαδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λαμπαδιάσει | είχες λαμπαδιάσει | θα έχεις λαμπαδιάσει | να έχεις λαμπαδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λαμπαδιάσει | είχε λαμπαδιάσει | θα έχει λαμπαδιάσει | να έχει λαμπαδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λαμπαδιάσει | είχαμε λαμπαδιάσει | θα έχουμε λαμπαδιάσει | να έχουμε λαμπαδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λαμπαδιάσει | είχατε λαμπαδιάσει | θα έχετε λαμπαδιάσει | να έχετε λαμπαδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λαμπαδιάσει | είχαν λαμπαδιάσει | θα έχουν λαμπαδιάσει | να έχουν λαμπαδιάσει |
| |
Μεταφράσεις
λαμπαδιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.