λαλές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαλές | οι | λαλέδες |
| γενική | του | λαλέ | των | λαλέδων |
| αιτιατική | τον | λαλέ | τους | λαλέδες |
| κλητική | λαλέ | λαλέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαλές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لاله (τουρκική lale) + -ς < περσική لاله (lāla, τουλίπα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λές
Ουσιαστικό
λαλές αρσενικό
Μεταφράσεις
τουλιπα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.