λαθρεπιβάτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαθρεπιβάτρια | οι | λαθρεπιβάτριες |
| γενική | της | λαθρεπιβάτριας | των | λαθρεπιβατριών |
| αιτιατική | τη | λαθρεπιβάτρια | τις | λαθρεπιβάτριες |
| κλητική | λαθρεπιβάτρια | λαθρεπιβάτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαθρεπιβάτρια < λαθρεπιβάτης + -τρια
Μεταφράσεις
λαθρεπιβάτρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.