λαθούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαθούρι | τα | λαθούρια |
| γενική | του | λαθουριού | των | λαθουριών |
| αιτιατική | το | λαθούρι | τα | λαθούρια |
| κλητική | λαθούρι | λαθούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαθούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαθούριν < λαθύριον υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή λάθυρος [1]
Ουσιαστικό
λαθούρι ουδέτερο
- (φυτό, όσπριο) κοινή ονομασία του είδους Lathyrus sativus (Λάθυρος ο ήμερος) από το οποίο φτιάχνουμε συνήθως το φαγητό φάβα
- → δείτε και τη λέξη αραχίδα
Μεταφράσεις
κοινή ονομασία για το Lathyrus sativus
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.