λαδεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδεμπόριο τα λαδεμπόρια
      γενική του λαδεμπορίου
& λαδεμπόριου
των λαδεμπορίων
    αιτιατική το λαδεμπόριο τα λαδεμπόρια
     κλητική λαδεμπόριο λαδεμπόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδεμπόριο < λάδ(ι) + -εμπόριο

Ουσιαστικό

λαδεμπόριο ουδέτερο

  • (οικονομία): γενικά το εμπόριο λαδιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.