λήζινγκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λήζινγκ <  δείτε τη λέξη λίζινγκ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.ziŋ/ & /ˈli.ziŋɡ/

Ουσιαστικό

λήζινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (νεολογισμός) (οικονομία) άλλη γραφή του λίζινγκ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.