λάσταυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λάσταυρος | οἱ | λάσταυροι | ||||
| γενική | τοῦ | λασταύρου | τῶν | λασταύρων | ||||
| δοτική | τῷ | λασταύρῳ | τοῖς | λασταύροις | ||||
| αιτιατική | τὸν | λάσταυρον | τοὺς | λασταύρους | ||||
| κλητική ὦ! | λάσταυρε | λάσταυροι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λασταύρω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | λασταύροιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λάσταυρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λάσταυρος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- κίναιδος, ομοφυλόφιλος
- ※ 1ος πκε αιώνας, Μελέαγρος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 41 @perseus.tufts.edu
- οὐκέτι μοι Θήρων γράφεται καλός, οὐδ᾽ ὁ πυραυγὴς
πρίν ποτε, νῦν δ᾽ ἤδη δαλός, Ἀπολλόδοτος.
στέργω θῆλυν ἔρωτα: δασυτρώγλων δὲ πίεσμα
λασταύρων μελέτω ποιμέσιν αἰγοβάταις.
- οὐκέτι μοι Θήρων γράφεται καλός, οὐδ᾽ ὁ πυραυγὴς
- ≈ συνώνυμα: βάταλος, κίναιδος, μαρικᾶς, καταπύγων
- ※ 1ος πκε αιώνας, Μελέαγρος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 41 @perseus.tufts.edu
- λάστρις
Σύνθετα
- ἡμιλάσταυρος
- λασταυροκάκαβον
- λασταυροκάκκαβον
Πηγές
- λάσταυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.