κύρια συνάρτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύρια συνάρτηση οι κύριες συναρτήσεις
      γενική της κύριας συνάρτησης
& κυρίας συναρτήσεως
των κύριων συναρτήσεων
& κυρίων συναρτήσεων
    αιτιατική την κύρια συνάρτηση τις κύριες συναρτήσεις
     κλητική κύρια συνάρτηση κύριες συναρτήσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύρια συνάρτηση <  δείτε τις λέξεις κύρια και συνάρτηση

Πολυλεκτικός όρος

κύρια συνάρτηση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 19, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.