κύνικλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κύνικλος | οἱ | κύνικλοι |
| γενική | τοῦ | κυνίκλου | τῶν | κυνίκλων |
| δοτική | τῷ | κυνίκλῳ | τοῖς | κυνίκλοις |
| αιτιατική | τὸν | κύνικλον | τοὺς | κυνίκλους |
| κλητική ὦ! | κύνικλε | κύνικλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνίκλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυνίκλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύνικλος < (άμεσο δάνειο) λατινική cuniculus
- κόνικλος
- κούνικλος
- κουνίκουλος
Πηγές
- κύνικλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.