κόπτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόπτσα οι κόπτσες
      γενική της κόπτσας των (κοπτσών)
    αιτιατική την κόπτσα τις κόπτσες
     κλητική κόπτσα κόπτσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόπτσα < (άμεσο δάνειο) τουρκική kopça [1] < πιθανόν ουγγρική kapocs[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkop.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόπτσα

Ουσιαστικό

κόπτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κόπιτσα, κόπτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.