κυρούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυρούλα | οι | κυρούλες |
| γενική | της | κυρούλας | — | |
| αιτιατική | την | κυρούλα | τις | κυρούλες |
| κλητική | κυρούλα | κυρούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυρούλα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
κυρούλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.