κυρίευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυρίευσῐς αἱ κυριεύσεις
      γενική τῆς κυριεύσεως τῶν κυριεύσεων
      δοτική τῇ κυριεύσει ταῖς κυριεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κυρίευσῐν τὰς κυριεύσεις
     κλητική ! κυρίευσῐ κυριεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυριεύσει
γεν-δοτ τοῖν  κυριευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυρίευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κυριεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

κυρίευσις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

  • κατακυρίευσις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.