κτητόρισσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κτητόρισσα | αἱ | κτητόρισσαι | ||||
| γενική | τῆς | κτητορίσσης | τῶν | κτητορισσῶν | ||||
| δοτική | τῇ | κτητορίσσῃ | ταῖς | κτητορίσσαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | κτητόρισσαν | τὰς | κτητορίσσας | ||||
| κλητική ὦ! | κτητόρισσα | κτητόρισσαι | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
κτητόρισσα θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) θηλυκό του κτήτωρ: ιδρύτρια μοναστηριού
- ※ 13ος αιώνας ⌘ Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ ἱστορία, 1, 178, 21–23 Patrologia Graeca ed.⌘Migne.
- Ἀλλ' ἐκεῖθεν διὰ βραχέος ἐκλήθη παρὰ τῆς κτητορίσσης τῆς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου μονῆς. Φιλολόγος γὰρ ἦν ἡ γυνὴ καὶ τὰ πολλὰ τῆς γλώττης τοῦ πατριάρχου ἐξεχομένη· διὸ καὶ κατοικίαν ἔγγιστα τῆς μονῆς δειμαμένη προσηγάγετο τοῦτον ἐκεῖσε· ὅπου καὶ χρόνου βραχέος παραῤῥυέντος τὸν βίον ἀπήλλαξεν.
- ※ 13ος αιώνας ⌘ Νικηφόρος Γρηγοράς, Ῥωμαϊκὴ ἱστορία, 1, 178, 21–23 Patrologia Graeca ed.⌘Migne.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κτήτωρ
Πηγές
- κτητόρισσα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κτητόρισσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.