κτηνοβάτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτηνοβάτρια οι κτηνοβάτριες
      γενική της κτηνοβάτριας των κτηνοβατριών
    αιτιατική την κτηνοβάτρια τις κτηνοβάτριες
     κλητική κτηνοβάτρια κτηνοβάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτηνοβάτρια < κτηνοβάτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

κτηνοβάτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.