κτενιζόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κτενιζόμενος | ἡ | κτενιζομένη | τὸ | κτενιζόμενον |
| γενική | τοῦ | κτενιζομένου | τῆς | κτενιζομένης | τοῦ | κτενιζομένου |
| δοτική | τῷ | κτενιζομένῳ | τῇ | κτενιζομένῃ | τῷ | κτενιζομένῳ |
| αιτιατική | τὸν | κτενιζόμενον | τὴν | κτενιζομένην | τὸ | κτενιζόμενον |
| κλητική ὦ! | κτενιζόμενε | κτενιζομένη | κτενιζόμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κτενιζόμενοι | αἱ | κτενιζόμεναι | τὰ | κτενιζόμενᾰ |
| γενική | τῶν | κτενιζομένων | τῶν | κτενιζομένων | τῶν | κτενιζομένων |
| δοτική | τοῖς | κτενιζομένοις | ταῖς | κτενιζομέναις | τοῖς | κτενιζομένοις |
| αιτιατική | τοὺς | κτενιζομένους | τὰς | κτενιζομένᾱς | τὰ | κτενιζόμενᾰ |
| κλητική ὦ! | κτενιζόμενοι | κτενιζόμεναι | κτενιζόμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτενιζομένω | τὼ | κτενιζομένᾱ | τὼ | κτενιζομένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | κτενιζομένοιν | τοῖν | κτενιζομέναιν | τοῖν | κτενιζομένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
κτενιζόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (κτενίζομαι) του ρήματος κτενίζω
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 208.3
- τοὺς μὲν δὴ ὥρα γυμναζομένους τῶν ἀνδρῶν, τοὺς δὲ τὰς κόμας κτενιζομένους.
- Έβλεπε λοιπόν άλλους άντρες να γυμνάζονται κι άλλους να χτενίζουν τα μαλλιά τους.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοὺς μὲν δὴ ὥρα γυμναζομένους τῶν ἀνδρῶν, τοὺς δὲ τὰς κόμας κτενιζομένους.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 208.3
Πηγές
- κτενίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτενίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.