κρυψιβουλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυψιβουλία οι κρυψιβουλίες
      γενική της κρυψιβουλίας των κρυψιβουλιών
    αιτιατική την κρυψιβουλία τις κρυψιβουλίες
     κλητική κρυψιβουλία κρυψιβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυψιβουλία < κρυψίβουλος + -ία

Ουσιαστικό

κρυψιβουλία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.