κρυπτογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρυπτογράφημα τα κρυπτογραφήματα
      γενική του κρυπτογραφήματος των κρυπτογραφημάτων
    αιτιατική το κρυπτογράφημα τα κρυπτογραφήματα
     κλητική κρυπτογράφημα κρυπτογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυπτογράφημα < κρυπτο- + γράφημα

Ουσιαστικό

κρυπτογράφημα ουδέτερο


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.